πινάκιο

πινάκιο
το
1. μικρός πίνακας, πινακίδα, κατάσταση: Το πινάκιο του δικαστηρίου έχει πολλές υποθέσεις σήμερα.
2. σκεύος μαγειρικό, πιάτο: Πινάκιο φακής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πινάκιο — το / πινάκιον, ΝΜΑ, και πινάκι Ν, πινάκιν Μ [πίναξ, ακος] 1. πήλινο, συνήθως, επιτραπέζιο σκεύος, στο οποίο σερβίρεται το φαγητό, πιάτο 2. φρ. «ἀντί πινακίου φακῆς» με πολύ μικρό και ευτελές αντάλλαγμα νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

  • Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

  • ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

  • κηροτακίς — κηροτακίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ξύλινο πινάκιο σαν παλέτα, μέσα στο οποίο οι ζωγράφοι τοποθετούσαν μαλακό κερί για να τό χρησιμοποιήσουν στη ζωγραφική πάνω σε ξύλο 2. πινάκιο στο οποίο οι αλχημιστές τοποθετούσαν το μαλακό κερί που χρησιμοποιούσαν σε… …   Dictionary of Greek

  • εκκρεμοδικία — η 1. η δικονομική κατάσταση που δημιουργείται με την εγγραφή μιας υπόθεσης στο πινάκιο δικαστηρίου 2. φρ. «ένσταση εκκρεμοδικίας» ένσταση σε περίπτωση που μια δικαστική διαφορά εκκρεμεί ενώπιον δύο δικαστηρίων …   Dictionary of Greek

  • κάνιστρο — και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον) ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι αρχ. πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές… …   Dictionary of Greek

  • κέρνος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Είναι γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους, όμως απέκτησε τυποποιημένη μορφή σε μεταγενέστερες εποχές. Στο πάνω μέρος του υπήρχαν μία ή δύο σειρές μικρών αγγείων που ονομάζονταν κοτυλίσκοι. Το αγγείο αυτό… …   Dictionary of Greek

  • κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …   Dictionary of Greek

  • κόγχος — ο (AM κόγχος, ό, Α και κόγχος, ή) κοίλωμα τού σώματος, κόγχη («οφθαλμικός κόγχος») μσν. αρχ. κοχύλι αρχ. 1. μικρό μέτρο για υγρά 2. το κοίλωμα τής ασπίδας 3. μικρό αγγείο 4. πινάκιο ή δοχείο με μορφή κοχυλιού 5. πηχτός ζωμός από φακές. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μαζάριον — μαζάριον, τὸ (Μ) [μάζα] ξύλινο πινάκιο ή δίσκος για μάζα από κριθάρι και γάλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”